κομματονεολαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομματονεολαία < κόμματ(ος) + -ο- + νεολαία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομματονεολαία θηλυκό
- η οργάνωση νεολαίας ενός κόμματος, για άτομα που δεν έχουν φτάσει ακόμα την ηλικία στην οποία παραχωρείται το δικαίωμα ψήφου.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομματονεολαία
|