κομματίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κομματίδιο | τα | κομματίδια |
γενική | του | κομματίδιου & κομματιδίου |
των | κομματίδιων & κομματιδίων |
αιτιατική | το | κομματίδιο | τα | κομματίδια |
κλητική | κομματίδιο | κομματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομματίδιο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομματίδιο
|