κολποειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κολποειδής | η | κολποειδής | το | κολποειδές |
γενική | του | κολποειδούς* | της | κολποειδούς | του | κολποειδούς |
αιτιατική | τον | κολποειδή | την | κολποειδή | το | κολποειδές |
κλητική | κολποειδή(ς) | κολποειδής | κολποειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κολποειδείς | οι | κολποειδείς | τα | κολποειδή |
γενική | των | κολποειδών | των | κολποειδών | των | κολποειδών |
αιτιατική | τους | κολποειδείς | τις | κολποειδείς | τα | κολποειδή |
κλητική | κολποειδείς | κολποειδείς | κολποειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολποειδής < ελληνιστική κοινή κολποειδής αρχαία ελληνική κόλπος + -ειδής
Επίθετο επεξεργασία
κολποειδής
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολποειδής
|