Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κνηκίς αἱ κνηκῖδες
      γενική τῆς κνηκῖδος τῶν κνηκίδων
      δοτική τῇ κνηκῖδ ταῖς κνηκῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κνηκῖδ τὰς κνηκῖδᾰς
     κλητική ! κνηκίς* κνηκῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κνηκῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κνηκίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κνηκίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κνηκίς, -ῖδος θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Ηθικά, Περὶ τοῦ πρώτως ψυχροῦ, 14.20 951b @scaife.perseus
    νέφη γὰρ καὶ ὁμίχλαι καὶ κνηκίδες οὐ πήξεις εἰσὶν ἀλλὰ συστάσεις καὶ παχύτητες ἀέρος διεροῦ καὶ ἀτμώδους
  2. ανοιχτόχρωμη αντιλόπη
  3. στιλπνό, λαμπερό δέρμα

  Πηγές επεξεργασία