κλωνωτής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία elΕπεξεργασία
κλωνωτής < κλώνος + -τής (όπως νικητής) < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: replicator
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρσενικό
- αντιγραφέας, μηχανή ή σύστημα παραγωγής αντιγράφων
- (βιοχημεία), (βιολογία) βιολογικός κλωνωτής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κλωνωτής