κλωνοστοιχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλωνοστοιχείο < κλωνο- + αρχαία ελληνική στοιχεῖον
- συγκερασμός των κλώνος και δομοστοιχείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλωνοστοιχείο
Συνώνυμα επεξεργασία
- το κλωνίο (el) ουδέτερο (φυσικό ή τεχνητό)
- το κλωνοστέλεχος (el) ουδέτερο (φυσικό ή τεχνητό)
- η κλωνομονάδα (el) θηλυκό (φυσική ή τεχνητή)