Δείτε επίσης: Κλώνιο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλωνίο τα κλωνία
      γενική του κλωνίου των κλωνίων
    αιτιατική το κλωνίο τα κλωνία
     κλητική κλωνίο κλωνία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλωνίο < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος + -ίο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλωνίο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  • αγγλικά : propagule (en) (επισήμως το propagule είναι υπερώνυμο κάθε μέσου που θα εξελιχθεί σε νέο φυτό, όμως συγκεκριμένα σημαίνει αποσπώμενο κλωνίο)