κλινοζυγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλινοζυγός αρσενικό
- κατασκευή ή μηχάνημα που συμβάλλει στη ζύγιση ενός ανθρώπου που για κάποιο λόγο (ασθένεια, υπερβολικό βάρος κ.λπ.) βρίσκεται σε κλίνη / κρεβάτι