κλασικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλασικιστικός < κλασικιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίακλασικιστικός
- που έχει σχέση με τον κλασικιστή ή τον κλασικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κλασικισμός και κλασικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλασικιστικός