Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλαδόγραμμα τα κλαδογράμματα
      γενική του κλαδογράμματος των κλαδογραμμάτων
    αιτιατική το κλαδόγραμμα τα κλαδογράμματα
     κλητική κλαδόγραμμα κλαδογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαδόγραμμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cladogram < clado- ( < αρχαία ελληνική κλάδος) + -gram, -gramme ( < αρχαία ελληνική γράμμα). Μορφολογικά, κλάδ(ος) + -ό- + -γραμμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /klaˈðo.ɣɾa.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλαδόγραμμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

και

  Αναφορές επεξεργασία

  1. probability tree (αγγλικά) 'Δέντρο πιθανοτήτων' @mathsisfun. πρόσβαση:2019.04.20.