κλαδολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλαδολογία | οι | κλαδολογίες |
γενική | της | κλαδολογίας | των | κλαδολογιών |
αιτιατική | την | κλαδολογία | τις | κλαδολογίες |
κλητική | κλαδολογία | κλαδολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαδολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαδολογία θηλυκό
- η επιστήμη και οι κανόνες της κλαδολογικής ταξινόμησης και παρουσίασης (όχι γραμμική ή σειραϊκής συγγένειας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαδολογία