Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλάνω πατάτες < → δείτε τις λέξεις κλάνω και πατάτες, πληθυντικός του πατάτα

  Έκφραση επεξεργασία

κλάνω πατάτες

  • (χυδαίο, ανεπίσημο) συνώνυμο του κλάνω μέντες
    ※  Ηχογραφημένο wake-up call γνωστού ξενοδοχείου στην Λευκωσία: "Ήρτεν η ώρα σας" Έκλασα πατάτες από τον φόβο, πρωινιάτικα :-) ([1])
    ※  ήταν υπέρ της αναθεώρησης του συντάγματος αλλά μόλις είδε τις αντιδράσεις έκλασε πατάτες και έκανε πίσω μη χάσει τους ψηφοφόρους ([2])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία