Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιονίσκος οι κιονίσκοι
      γενική του κιονίσκου των κιονίσκων
    αιτιατική τον κιονίσκο τους κιονίσκους
     κλητική κιονίσκε κιονίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιονίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κιονίσκος, υποκοριστικό του κίων[1]
 
Κιονίσκος σε μοναστήρι στη Ρουμανία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.oˈni.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐ο‐νί‐σκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιονίσκος αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία κίονας μικρού ύψους
  2. ομοίωμα κίονα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κιονίσκος οἱ κιονίσκοι
      γενική τοῦ κιονίσκου τῶν κιονίσκων
      δοτική τῷ κιονίσκ τοῖς κιονίσκοις
    αιτιατική τὸν κιονίσκον τοὺς κιονίσκους
     κλητική ! κιονίσκε κιονίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιονίσκω
γεν-δοτ τοῖν  κιονίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιονίσκος < κίων, γεν. κίον(ος) + -ίσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιονίσκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία