Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινητήρας V < → δείτε τις λέξεις κινητήρας και V

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κινητήρας V αρσενικό

  • (μηχανολογία): κινητήρας που φέρει δύο σειρές κυλίνδρων που συγκλίνουν μεταξύ τους, κατά το λατινικό γράμμα V.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία