κινησιομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινησιομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kinesiometry / kinesiometrics < αρχαία ελληνική κίνησις + μέτρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινησιομετρία θηλυκό
- (ιατρική) μελέτη με ειδικά όργανα των κινήσεων κάποιου και εξαγωγή σχετικών συμπερασμάτων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κινησιομετρία