κεφαλοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεφαλοποίηση | οι | κεφαλοποιήσεις |
γενική | της | κεφαλοποίησης* | των | κεφαλοποιήσεων |
αιτιατική | την | κεφαλοποίηση | τις | κεφαλοποιήσεις |
κλητική | κεφαλοποίηση | κεφαλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κεφαλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλοποίηση < (κεφάλι + ποιώ) λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cephalization
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλοποίηση θηλυκό
- (ζωολογία, ανατομία) η εξελικτική διαδικασία κατά την οποία ένας οργανισμός εμφανίζει τάση συγκέντρωσης των αισθητήριων οργάνων του σε ένα τμήμα που χαρακτηρίζεται ως κεφάλι ή κοντά σε αυτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεφαλοποίηση
|