Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλοποίηση οι κεφαλοποιήσεις
      γενική της κεφαλοποίησης* των κεφαλοποιήσεων
    αιτιατική την κεφαλοποίηση τις κεφαλοποιήσεις
     κλητική κεφαλοποίηση κεφαλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κεφαλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλοποίηση < (κεφάλι + ποιώ) λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cephalization

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεφαλοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία