κεφαλαιμάτωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλαιμάτωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cephalhematoma / cephalohematoma < αρχαία ελληνική κεφαλή + αἷμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλαιμάτωμα ουδέτερο
- (ιατρική) μαλακή διόγκωση στο κεφάλι νεογέννητου, που οφείλεται σε συλλογή αίματος κάτω από το περιόστεο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεφαλαιμάτωμα