κερματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερματισμός < ελληνιστική κοινή κερματισμός < αρχαία ελληνική κερματίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κερματισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κερματισμός
|
κερματισμός αρσενικό
|