κεράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεράς | οι | κεράδες |
γενική | του | κερά | των | κεράδων |
αιτιατική | τον | κερά | τους | κεράδες |
κλητική | κερά | κεράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεράς αρσενικό
- (επάγγελμα, λαϊκότροπο) αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κερί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεράς
|