Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καψαλιστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καψαλιστ
ός
η
καψαλιστ
ή
το
καψαλιστ
ό
γενική
του
καψαλιστ
ού
της
καψαλιστ
ής
του
καψαλιστ
ού
αιτιατική
τον
καψαλιστ
ό
την
καψαλιστ
ή
το
καψαλιστ
ό
κλητική
καψαλιστ
έ
καψαλιστ
ή
καψαλιστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καψαλιστ
οί
οι
καψαλιστ
ές
τα
καψαλιστ
ά
γενική
των
καψαλιστ
ών
των
καψαλιστ
ών
των
καψαλιστ
ών
αιτιατική
τους
καψαλιστ
ούς
τις
καψαλιστ
ές
τα
καψαλιστ
ά
κλητική
καψαλιστ
οί
καψαλιστ
ές
καψαλιστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καψαλιστός
<
καψαλίζω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
καψαλιστός
που τον έχουν
καψαλίσει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
καψαλισμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαψάλιστος
Συγγενικά
επεξεργασία
καψαλιστά
→
δείτε
τη λέξη
καψαλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καψαλιστός