κατώδυνος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κατώδυνος | τὸ | κατώδυνον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | κατωδύνου | τοῦ | κατωδύνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | κατωδύνῳ | τῷ | κατωδύνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κατώδυνον | τὸ | κατώδυνον | ||
κλητική ὦ! | κατώδυνε | κατώδυνον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κατώδυνοι | τὰ | κατώδυνᾰ | ||
γενική | τῶν | κατωδύνων | τῶν | κατωδύνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | κατωδύνοις | τοῖς | κατωδύνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κατωδύνους | τὰ | κατώδυνᾰ | ||
κλητική ὦ! | κατώδυνοι | κατώδυνᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατωδύνω | τὼ | κατωδύνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κατωδύνοιν | τοῖν | κατωδύνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατώδυνος < κατ- + αρχαία ελληνική → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
κατώδυνος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που βρίσκεται μέσα σε μεγάλο πόνο ή θλίψη ή που τα προκαλεί
Σημειώσεις επεξεργασία
- (καθαρεύουσα)
- ※ Αρκετά πνευματικά παιδιά, κατώδυνα υπό τον ζυγό του νοητού Φαραώ, ζήτησαν από τον ιεροπρεπή Γέροντα Επιφάνιο την ίδρυση ενός μοναστηριού. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.54)
- ΣτΕ: γλώσσα ανάμεικτη, κοινή με στοιχεία καθαρεύουσας.
- ※ Αρκετά πνευματικά παιδιά, κατώδυνα υπό τον ζυγό του νοητού Φαραώ, ζήτησαν από τον ιεροπρεπή Γέροντα Επιφάνιο την ίδρυση ενός μοναστηριού. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.54)
Πηγές επεξεργασία
- κατώδυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.