Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσιποδιάζω < κατσιποδιά + -άζω

κατσιποδιάζω

  1. (λαϊκότροπο) γρουσουζεύω
  2. (λαϊκότροπο) γκρινιάζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία