Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσαμάκι τα κατσαμάκια
      γενική του κατσαμακιού των κατσαμακιών
    αιτιατική το κατσαμάκι τα κατσαμάκια
     κλητική κατσαμάκι κατσαμάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσαμάκι < τουρκική kaçamak

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσαμάκι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) υπεκφυγή, πρόφαση
  2. (παρωχημένο) νάζι
  3. (γαστρονομία) κουρκούτι από καλαμποκάλευρο
    Bράζουμε το γάλα σε ένα κατσαρολάκι και ρίχνουμε λίγο λίγο το καλαμποκάλευρο ανακατεύοντας με μια ξύλινη κουτάλα. Xαμηλώνουμε τη φωτιά και βράζουμε το μείγμα για 15 λεπτά περίπου μέχρι να δέσει και να μοιάζει με σφιχτή κρέμα. Προσθέτουμε το βούτυρο Kερκύρας και ανακατεύουμε μέχρι να ενσωματωθεί με το κατσαμάκι. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία