κατρουλιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατρουλιάρης αρσενικό (θηλυκό: κατρουλιάρα, ουδέτερο κατρουλιάρικο)
- που συχνά ουρεί
Σημειώσεις επεξεργασία
Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατρουλιάρης
|