Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατραμόπανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κατραμόπαν
ο
τα
κατραμόπαν
α
γενική
του
κατραμόπαν
ου
των
κατραμόπαν
ων
αιτιατική
το
κατραμόπαν
ο
τα
κατραμόπαν
α
κλητική
κατραμόπαν
ο
κατραμόπαν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατραμόπανο
<
κατράμ(ι)
+
-ό-
+
παν(ί)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατραμόπανο
ουδέτερο
πανί
που το έχουν
εμποτίσει
με
κατράμι
Συνώνυμα
επεξεργασία
πισσόπανο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατραμόπανο