Δείτε επίσης: κατοῦνα, Κατούνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατούνα οι κατούνες
      γενική της κατούνας των κατουνών
    αιτιατική την κατούνα τις κατούνες
     κλητική κατούνα κατούνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατούνα / κατοῦνα < γαλλική canton [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈtu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τού‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατούνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 «κατούνα» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .