Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταφέρει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταφέρνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφέρνω
  3. θα καταφέρει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρνω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταφέρει

  1. γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος καταφέρω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου του ρήματος καταφέρω
  3. θα καταφέρει: γ' ενικό οριστικής εξακολουθητικού και στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρω
  4. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταφέρω