κατατσακίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατατσακίζομαι, π.αόρ.: κατατσακίστηκα, μτχ.π.π.: κατατσακισμένος, (ενεργ.: κατατσακίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος κατατσακίζω
κατατσακίζομαι, π.αόρ.: κατατσακίστηκα, μτχ.π.π.: κατατσακισμένος, (ενεργ.: κατατσακίζω)