πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασφάλιση οι κατασφαλίσεις
      γενική της κατασφάλισης* των κατασφαλίσεων
    αιτιατική την κατασφάλιση τις κατασφαλίσεις
     κλητική κατασφάλιση κατασφαλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασφαλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασφάλιση < κατασφαλίζω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατασφάλιση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία