κατασταίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασταίνω < μεσαιωνική ελληνική κατασταίνω < αρχαία ελληνική καθίστημι < κατά + ἵστημι
Ρήμα επεξεργασία
κατασταίνω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καθιστώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασταίνω
|