Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταμαγεύω < (ελληνιστική κοινήκαταμαγεύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enchanter)

  Ρήμα επεξεργασία

καταμαγεύω (παθητική φωνή: καταμαγεύομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία