καταλύτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταλύτρα θηλυκό
- θηλυκό του καταλύτης, αυτή που συμβάλλει στην επιτάχυνση μιας διεργασίας
- ※ Κὶ ἂν αὐξάνῃ καὶ γίνεται ὡραῖο, / εἶναι ἡ γόνιμη ὁρμή του / ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα. (Μαρία Πολυδούρη, Ὁ πόθος τῆς ζωῆς)
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταλύτρα
|