Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταλύτρα οι καταλύτρες
      γενική της καταλύτρας των καταλυτρών
    αιτιατική την καταλύτρα τις καταλύτρες
     κλητική καταλύτρα καταλύτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταλύτρα < καταλύτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταλύτρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία