Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλάβουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω
  2. θα καταλάβουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαβαίνω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταλάβουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαμβάνω
  2. θα καταλάβουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαμβάνω