κατακρημνισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακατακρημνισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κατακρημνισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κατακρημνισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατακρημνισμένος