Δείτε επίσης: κατακρατοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.kɾaˈtu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐κρα‐του‐μαι
ομόηχο: κατακρατούμε

  Ρήμα επεξεργασία

κατακρατούμαι, π.αόρ.: κατακρατήθηκα, μτχ.π.π.: κατακρατημένος, (ενεργ.: κατακρατώ)

Άλλες μορφές επεξεργασία