κατακουκουλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακουκουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακουκουλώνω < κατα- + κουκουλώνω
Μετοχή
επεξεργασίακατακουκουλωμένος, -η, -ο
- (εμφατικό) εντελώς κουκουλωμένος
- ※ Ὁ κὺρ Ζαήμης κόκκινος, κατακουκουλωμένος,
Κρυφὰ κρυφὰ χειροκροτεῖ κ' ἐκείνος ξαπλωμένος.- Γεώργιος Σουρής, Πατατράκ, περιοδικό Μη Χάνεσαι, Τεύχος 15, 17 Φεβρουαρίου 1880, σελ. 4
- ※ Τί ὤμορφα ποὺ εἶναι νὰ βρέχῃ, νὰ χιονίζῃ,
καὶ σὺ εἰς τὸ κρεββάτι κατακουκουλωμένος- Γεώργιος Σουρής, Ο Χειμώνας, 20 Σεπτεμβρίου 1881, στη Βικιθήκη
- ※ Καὶ ἔδειξα τὰ δύο κορίτσια ποὺ ξεπρόβαλλαν τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀπὸ τὸ αύτοκίνητο, κατακουκουλωμένα, ἕνας «γοῖκος» τὸ καθένα, σὰν νὰ κουβαλοῦσαν φορτωμένα, γιλέκα, ἐπανωφόρια καὶ σακκάκια στὶς πλάτες τους!
- Σταμ. Σταμ., Μια περιπέτεια τη νύχτα, περιοδικό Μπουκέτο, Τόμ. 9 Αρ. 457 (1932), 4 Δεκεμβρίου 1932, σελ.1615
- ※ Ὁ κὺρ Ζαήμης κόκκινος, κατακουκουλωμένος,
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατακουκουλωμένος
|