Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακεντῶ < αρχαία ελληνική κατακεντέω

κατακεντῶ

  1. κατατρυπώ
  2. κατακαίω
  3. (μεταφορικά) προκαλώ πόνο σε κάποιον



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακεντῶ < → δείτε τη λέξη κατακεντέω

κατακεντῶ