κατακεντῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατακεντῶ < αρχαία ελληνική κατακεντέω
Ρήμα
επεξεργασίακατακεντῶ
- κατατρυπώ
- κατακαίω
- (μεταφορικά) προκαλώ πόνο σε κάποιον
Πηγές
επεξεργασία- κατακεντῶ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακεντῶ < → δείτε τη λέξη κατακεντέω
Ρήμα
επεξεργασίακατακεντῶ
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατακεντέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.