κατακελευσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακελευσμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατακελευσμός αρσενικό
- όρος αναφερόμενος στο αρχαίο θέατρο: προτροπή, το κατακελεύειν
- ※ κατακελευσμός (προτροπή του χορού προς τον εαυτό του, προκειμένου να αρχίσει τους αναπαίστους) (Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη, «ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: 82. – Ἱππῆς 498-610». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2021 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατακελευσμός
|