καταδημαγωγώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταδημαγωγώ < ελληνιστική κοινή καταδημαγωγέω / καταδημαγωγῶ < κατά + αρχαία ελληνική δημαγωγός
Ρήμα επεξεργασία
καταδημαγωγώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταδημαγωγώ | καταδημαγωγούσα | θα καταδημαγωγώ | να καταδημαγωγώ | καταδημαγωγώντας | |
β' ενικ. | καταδημαγωγείς | καταδημαγωγούσες | θα καταδημαγωγείς | να καταδημαγωγείς | (καταδημαγώγει) | |
γ' ενικ. | καταδημαγωγεί | καταδημαγωγούσε | θα καταδημαγωγεί | να καταδημαγωγεί | ||
α' πληθ. | καταδημαγωγούμε | καταδημαγωγούσαμε | θα καταδημαγωγούμε | να καταδημαγωγούμε | ||
β' πληθ. | καταδημαγωγείτε | καταδημαγωγούσατε | θα καταδημαγωγείτε | να καταδημαγωγείτε | καταδημαγωγείτε | |
γ' πληθ. | καταδημαγωγούν(ε) | καταδημαγωγούσαν(ε) | θα καταδημαγωγούν(ε) | να καταδημαγωγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταδημαγώγησα | θα καταδημαγωγήσω | να καταδημαγωγήσω | καταδημαγωγήσει | ||
β' ενικ. | καταδημαγώγησες | θα καταδημαγωγήσεις | να καταδημαγωγήσεις | καταδημαγώγησε | ||
γ' ενικ. | καταδημαγώγησε | θα καταδημαγωγήσει | να καταδημαγωγήσει | |||
α' πληθ. | καταδημαγωγήσαμε | θα καταδημαγωγήσουμε | να καταδημαγωγήσουμε | |||
β' πληθ. | καταδημαγωγήσατε | θα καταδημαγωγήσετε | να καταδημαγωγήσετε | καταδημαγωγήστε | ||
γ' πληθ. | καταδημαγώγησαν καταδημαγωγήσαν(ε) |
θα καταδημαγωγήσουν(ε) | να καταδημαγωγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταδημαγωγήσει | είχα καταδημαγωγήσει | θα έχω καταδημαγωγήσει | να έχω καταδημαγωγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταδημαγωγήσει | είχες καταδημαγωγήσει | θα έχεις καταδημαγωγήσει | να έχεις καταδημαγωγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταδημαγωγήσει | είχε καταδημαγωγήσει | θα έχει καταδημαγωγήσει | να έχει καταδημαγωγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταδημαγωγήσει | είχαμε καταδημαγωγήσει | θα έχουμε καταδημαγωγήσει | να έχουμε καταδημαγωγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταδημαγωγήσει | είχατε καταδημαγωγήσει | θα έχετε καταδημαγωγήσει | να έχετε καταδημαγωγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταδημαγωγήσει | είχαν καταδημαγωγήσει | θα έχουν καταδημαγωγήσει | να έχουν καταδημαγωγήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταδημαγωγώ
|