καταγραφεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καταγραφεύς | οἱ | καταγραφεῖς | ||||
γενική | τοῦ | καταγραφέως | τῶν | καταγραφέων | ||||
δοτική | τῷ | καταγραφεῖ | τοῖς | καταγραφεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | καταγραφέᾱ | τοὺς | καταγραφέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | καταγραφεῦ | καταγραφεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταγραφεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταγραφέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταγραφεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταγράφ(ω) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταγραφεύς, -έως αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- καταγραφεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.