Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατά μόνας : → δείτε τις λέξεις κατά και μόνος

  Έκφραση επεξεργασία

κατά μόνας

  1. ιδιαιτέρως, χωριστά, κατ’ ιδίαν.
    Ο λοχαγός με πήρε κατά μόνας για να μου πει να μη φοβάμαι.
  2. ατομικά, χωριστά.
    Η εργασία μπορεί να γίνει είτε κατά ομάδες είτε κατά μόνας.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ζω κατά μόνας: μονάζω, ζω μοναχικό βίο.
Ζει κατά μόνας απ' όταν πέθανε η γυναίκα του.

Συνώνυμα επεξεργασία

(1)

(2)

Αντώνυμα επεξεργασία

(2)

  Μεταφράσεις επεξεργασία