Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατάλαβε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καταλαβαίνω