Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κασσίδης οι κασσίδηδες
      γενική του κασσίδη των κασσίδηδων
    αιτιατική τον κασσίδη τους κασσίδηδες
     κλητική κασσίδη κασσίδηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈsi.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κασ‐σί‐δης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασσίδης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία