Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρπούμενος η καρπούμενη το καρπούμενο
      γενική του καρπούμενου της καρπούμενης του καρπούμενου
    αιτιατική τον καρπούμενο την καρπούμενη το καρπούμενο
     κλητική καρπούμενε καρπούμενη καρπούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρπούμενοι οι καρπούμενες τα καρπούμενα
      γενική των καρπούμενων των καρπούμενων των καρπούμενων
    αιτιατική τους καρπούμενους τις καρπούμενες τα καρπούμενα
     κλητική καρπούμενοι καρπούμενες καρπούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρπούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος καρπούμαι και καρπώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

καρπούμενος, η, ο

  • που καρπώνεται, επωφελείται
  • ...καρπούμενος την απόγνωση και την λαϊκή δυσαρέσκεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία