καρπούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρπούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος καρπούμαι και καρπώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
καρπούμενος, η, ο
- που καρπώνεται, επωφελείται
- ...καρπούμενος την απόγνωση και την λαϊκή δυσαρέσκεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρπούμενος