καρμίνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρμίνι | τα | καρμίνια |
γενική | του | καρμινιού | των | καρμινιών |
αιτιατική | το | καρμίνι | τα | καρμίνια |
κλητική | καρμίνι | καρμίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρμίνι < → δείτε τη λέξη καρμίνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρμίνι ουδέτερο
- (χρώμα, χημεία) άλλη μορφή του καρμίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρμίνι
|