Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρμίνη οι καρμίνες
      γενική της καρμίνης των καρμινών
    αιτιατική την καρμίνη τις καρμίνες
     κλητική καρμίνη καρμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρμίνη < (άμεσο δάνειο) βενετική carmin < μεσαιωνική λατινική carminium < αραβική قِرْمِز (qirmiz)‎ < σανσκριτική कृमिज (kṛmija) < कृमि (kṛ́mi: σκουλήκι, έντομο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷŕ̥mis (σκουλήκι) (με επιρροή κι απ’ τη λατινική minium)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρμίνη θηλυκό

  1. χρωστική ουσία που δίνει ένα κοκκινωπό χρώμα
  2. (χρώμα) κοκκινωπό χρώμα που δημιουργείται από την παραπάνω χρωστική
    καρμίνη (χρώμα):   

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία