καπρίτσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπρίτσο | τα | καπρίτσα |
γενική | του | καπρίτσου | των | καπρίτσων |
αιτιατική | το | καπρίτσο | τα | καπρίτσα |
κλητική | καπρίτσο | καπρίτσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπρίτσο ουδέτερο
- άλλη μορφή του καπρίτσιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπρίτσο
|