Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καπνοφυτεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καπνοφυτεί
α
οι
καπνοφυτεί
ες
γενική
της
καπνοφυτεί
ας
των
καπνοφυτει
ών
αιτιατική
την
καπνοφυτεί
α
τις
καπνοφυτεί
ες
κλητική
καπνοφυτεί
α
καπνοφυτεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καπνοφυτεία
<
καπνός
+
-ο-
+
φυτεία
Καπνοφυτεία
στο Μαλάουι.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καπνοφυτεία
θηλυκό
φυτεία
καπνού
, όπου καλλιεργούνται
καπνά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καπνοφυτεία