καπνικαρέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπνικαρέα | οι | καπνικαρέες |
γενική | της | καπνικαρέας | — | |
αιτιατική | την | καπνικαρέα | τις | καπνικαρέες |
κλητική | καπνικαρέα | καπνικαρέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπνικαρέα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπνικαρέα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pni.kaˈɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πνι‐κα‐ρέ‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπνικαρέα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνικαρέα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καπνικαρέα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπνικαρέα < καπνικάρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπνικαρέα θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .