καπιταλάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπιταλάκι | τα | καπιταλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καπιταλάκι | τα | καπιταλάκια |
κλητική | καπιταλάκι | καπιταλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπιταλάκι < αγγλική capital + + υποκοριστικό επίθημα -άκι (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική small caps (πληθυντικός))
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπιταλάκι ουδέτερο
- (τυπογραφία) τυπογραφικό στοιχείο που ανήκει στα κεφαλαία, αλλά έχει μικρότερο μέγεθος από τα υπόλοιπα κεφαλαία της ίδιας γραμματοσειράς
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπιταλάκι